βροτοστυγής

βροτοστυγής
βροτο-στῠγής, ές,
A hated by men,

Γοργόνες A.Pr.799

;

δνόφοι Id.Ch.51

(lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βροτοστυγής — βροτοστυγής, ές (Α) ο μισητός από τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + στύγος «αποτροπιασμός»] …   Dictionary of Greek

  • βροτοστυγεῖς — βροτοστυγής hated by men masc/fem acc pl βροτοστυγής hated by men masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”